- συμβάλωσι
- συμβάλλωthrow togetheraor subj act 3rd plσυμβά̱λωσι , συμβάλλωthrow togetheraor subj act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβάλωσ' — συμβάλωσι , συμβάλλω throw together aor subj act 3rd pl συμβά̱λωσι , συμβάλλω throw together aor subj act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκτεύω — και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α [πύκτης] 1. μάχομαι ή αγωνίζομαι με κάποιον με την πυγμή, πυγμαχώ («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἄν συμβάλωσι», Ξεν.) 2. είμαι πυγμάχος («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», Πλάτ.) 3. χτυπώ κάποιον με την πυγμή («τίς εἰς σὸν… … Dictionary of Greek